- σημόθετος
- σημόθετος, ον, poet. [pref] σᾱμο-,A placed as a mark, AP6.295 (Phan.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σημόθετος — και δωρ. τ. σαμόθετος, ον, Α αυτός που έχει πάνω του τοποθετημένο ή προσκολλημένο σημάδι … Dictionary of Greek